1ὕψιον — ὑψίων loftier masc/fem voc comp sg ὑψίων loftier neut nom/voc/acc comp sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2υψίων — ὕψιον, Α (συγκριτ. βαθμός) (ποιητ. τ.) ὑψίτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού επιρρ. ὕψι (πρβλ. καλλίων)] …
Dictionary of Greek