ὕπτια μέρη

  • 1ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 2Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 3Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 4έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… …

    Dictionary of Greek