ὕπνοις
1ὑπνοῖς — ὑπνάω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ὑπνόω put to sleep pres opt act 2nd sg ὑπνόω put to sleep pres subj act 2nd sg ὑπνόω put to sleep pres ind act 2nd sg …
2Ὕπνοις — Ὕπνος masc dat pl …
3ὕπνοις — ὕπνον lichen neut dat pl ὕπνος sleep masc dat pl …
4APOMAGDALIAE — Graece ἀπομαγδαλίαι, quid sint apud veterem Scholiastem Homeri Odyss. κ. v. 216. ubi de canibus Poeta, Ω῾ς δ᾿ ὅταν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηςθεν ἰόντα Σαίνωσ᾿ (ἀεὶ γάρ τε φέρει μειλίγμκτα ςθυμοῦ) Ut cum circa herum canes e convivio euntem… …
5υπερχαλαστικός — ή, όν, Α [ὑπερχαλῶ] αυτός που επιφέρει μεγάλη χαλάρωση, μεγάλη ξεκούραση («ὑπερχαλαστικοῑς ὕπνοις», Ιπποκρ.) …
6ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …