ὕπαιθρος
1ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… …
2ύπαιθρος — η τα χωράφια, οι εξοχές, τα χωριά, τα μέρη έξω από τις πόλεις: Οι κάτοικοι της υπαίθρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὕπαιθρος — ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg …
4ГИПЕТРАЛЬНЫЙ ХРАМ — • Ύπαιθρος (ναός), по принятому мнению, основанному на Vitr. 1, 2, 5 и недавно объясненному К. Ф. Германием, храм без крыши над средней частью (так называемой cella или ναός в тесном смысле, где стояла статуя божества). Такими храмами …
5ὑπαίθροις — ὕπαιθρος public neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl …
6ὑπαίθρου — ὕπαιθρος public neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg …
7ὑπαίθρων — ὕπαιθρος public neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl …
8ὑπαίθρῳ — ὕπαιθρος public neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg …
9ὕπαιθρα — ὕπαιθρος public neut nom/voc/acc pl ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc pl …
10ὕπαιθρον — ὕπαιθρος public neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg …