ὕννη
1ύννη — ἡ, και ὕννης, ὁ, Α βλ. ύνις …
2οὕννας — ὕννᾱς , ὕννη ploughshare fem acc pl ὕννᾱς , ὕννη ploughshare fem gen sg (doric aeolic) …
3ὕννας — ὕννᾱς , ὕννη ploughshare fem acc pl ὕννᾱς , ὕννη ploughshare fem gen sg (doric aeolic) …
4υννάς — και ὑννή Α (κατά τον Ησύχ.) «αἲξ ἀγρία» …
5ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… …
6u̯ogʷhni-s, u̯ogʷhnes- (*su̯ogʷhnes-) — u̯ogʷhni s, u̯ogʷhnes (*su̯ogʷhnes ) English meaning: ploughshare Deutsche Übersetzung: “Pflugschar” Material: Gk. ὀφνίς ὕννις, ἄροτρον Hes. (in addition probably also ὄφατα δεσμοὶ ἀρότρων. ᾽Ακαρνᾶνες Hes.) = O.Pruss. wagnis… …