ὕλλῳ
1Ὕλλῳ — Ὕλλος masc dat sg …
2ὕλλῳ — ὕλλος Egyptian ichneumon masc dat sg …
3βδύλλω — (Α) φοβάμαι παρά πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός, παράλληλος τ. του βδέω με επίθημα ύλλω, που προέρχεται από τα επίθετα σε υλος] …
4δερμύλλω — (Α) έχω στύση τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα τού Ησυχίου «δερμύλλει αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»] …
5εξαπατύλλω — ἐξαπατύλλω (Α) υποκορ. τ. τού εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ. ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ απατώ + περισταλτική κατάλ. ύλλω] …