ὕλη ἐ

  • 91βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …

    Dictionary of Greek

  • 92γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… …

    Dictionary of Greek

  • 93γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… …

    Dictionary of Greek

  • 94γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 95γλύφω — (AM γλύφω) 1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω 2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη αρχ. Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί τού χρωστάνε) II. γλύφομαι 1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει… …

    Dictionary of Greek

  • 96γύλη — η η ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη, με ανάπτυξη τού γ ] …

    Dictionary of Greek

  • 97δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …

    Dictionary of Greek

  • 98διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 99διακόλλημα — το (Α διακόλλημα) [δια κολλώ] 1. ύλη με την οποία γίνεται η συγκόλληση, κόλλα 2. ύλη με την οποία γίνεται η απόφραξη, στουπί …

    Dictionary of Greek

  • 100δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …

    Dictionary of Greek