ὕλη ἐ

  • 121μονόυλος — μονόϋλος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο υλικό, από μία μόνο ύλη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) ο εξ ολοκλήρου στερεός, συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + υλος (< ὕλη)] …

    Dictionary of Greek

  • 122νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …

    Dictionary of Greek

  • 123ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… …

    Dictionary of Greek

  • 124ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 125ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… …

    Dictionary of Greek

  • 126ολιγόυλος — ὀλιγόϋλος, ον (ΑΜ) (για σύγγραμμα) αυτός που περιέχει λίγη ύλη, λίγο περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + υλος (< ὕλη), πρβλ. μονό υλος] …

    Dictionary of Greek

  • 127ομόυλος — ὁμόϋλος, ον (Α) κατασκευασμένος από την ίδια ύλη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ὕλη (πρβλ. μονό υλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 128οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …

    Dictionary of Greek