ὕλη ἐ

  • 111κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …

    Dictionary of Greek

  • 112λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …

    Dictionary of Greek

  • 113μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …

    Dictionary of Greek

  • 114μέταξα — η (ΑΜ μέταξα, Μ και μετάξα) κλωστική και υφαντική ύλη που εκκρίνεται από την κάμπια τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. νήμα που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη 2. φρ. «μέταξα τεχνητή» ή «μέταξα φυτική» το ρεγιόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης …

    Dictionary of Greek

  • 115ματεριαλισμός — ο η θεμελιώδης άποψη όλων τών φιλοσοφικών συστημάτων που θεωρούν ως μοναδική πραγματικότητα την ύλη, απορρίπτουν τον Θεό και την ψυχή και υποστηρίζουν ότι όλες οι λειτουργίες τού ανθρώπου, και η σκέψη, η βούληση, οι επιθυμίες του κ.λπ. και η… …

    Dictionary of Greek

  • 116μεσογαλαξιακός — ή, ό φρ. «μεσογαλαξιακή ύλη» αστρον. διάχυτη στο διάστημα ύλη, ανάλογη προς τη μεσοαστρική, η οποία βρίσκεται στον μεταξύ τών γαλαξιών χώρο …

    Dictionary of Greek

  • 117μεσοπλανητικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στους πλανήτες 2. φρ. «μεσοπλανητική ύλη» αστρον. αραιά διασκορπισμένο υλικό που υπάρχει στον χώρο ανάμεσα στους πλανήτες και ανάμεσα στα άλλα σώματα τού ηλιακού μας συστήματος καθώς και οι δυνάμεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 118μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 119μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …

    Dictionary of Greek

  • 120μισόυλος — μισόϋλος, ον (Μ) αυτός που μισεί την ύλη, τα υλικά αγαθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕλη] …

    Dictionary of Greek