ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής

  • 1επιστεφής — ἐπιστεφής, ές (AM) ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.) μσν. στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.) αρχ. φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεφής… …

    Dictionary of Greek