ὕθλος
1ὕθλος — idle talk masc nom sg …
2ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… …
3Γραῶν ὕθλος. — γραῶν ὕθλος. См. Сказки! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ὕθλοι — ὕθλος idle talk masc nom/voc pl …
5ὕθλοις — ὕθλος idle talk masc dat pl …
6ὕθλον — ὕθλος idle talk masc acc sg …
7ὕθλου — ὕθλος idle talk masc gen sg …
8ὕθλους — ὕθλος idle talk masc acc pl …
9ὕθλων — ὕθλος idle talk masc gen pl …
10ὕθλῳ — ὕθλος idle talk masc dat sg …
Страницы
- 1
- 2