ὕδρῳ

  • 1υδρώ — άω, Α ὑδερῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλος τ. αντί ὑδερῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ύδρω — τὸ, Α βλ. ύδωρ …

    Dictionary of Greek

  • 3ὕδρῳ — ὕδρος water snake masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4λειψυδρώ — λειψυδρῶ, έω (Μ) 1. πάσχω από έλλειψη νερού 2. συνεκδ. ξεραίνομαι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + ὑδρῶ (< * υδρος < ὕδωρ), πρβλ. εν υδρώ] …

    Dictionary of Greek

  • 5ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …

    Dictionary of Greek

  • 6Capybara — Capybara[1] Conservation status …

    Wikipedia

  • 7Hydrogen — This article is about the chemistry of hydrogen. For the physics of atomic hydrogen, see Hydrogen atom. For other meanings, see Hydrogen (disambiguation). ← hydrogen → helium …

    Wikipedia

  • 8πρωτοϋδρώ — έω, Α δικαιούμαι να χρησιμοποιήσω πρώτος νερό για άρδευση από κοινό πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + υδρῶ (< υδρος < ὕδωρ)] …

    Dictionary of Greek