ὕδης
1ὕδης — vádati masc nom sg ὕ̱δης , ὑδέω call imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑδέω call imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2ύδης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ποιητής συνετός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὑδέω] …
3Ὕδης — Ὕδη fem gen sg (attic epic ionic) …
4ὕδη — ὕδης vádati masc voc sg ὕ̱δη , ὑδέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑδέω call pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑδέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5ὕδην — ὕδης vádati masc acc sg (attic epic ionic) …
6ὕδω — ὕδης vádati masc gen sg (attic epic ionic) …
7ὕδῃ — ὕδης vádati masc dat sg (attic epic ionic) …
8ὕδας — ὕδᾱς , ὕδης vádati masc acc pl ὕδᾱς , ὕδης vádati masc nom sg (epic doric aeolic) …
9άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …
10αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …
- 1
- 2