ὕβρις
1ὑβρίς — the great eagle owl fem nom sg …
2ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …
3Ὕβρις — Ὕβρῑς , Ὕβρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὕβρις fem nom sg …
4ὕβρις — ὕβρῑς , ὕβρις wanton violence fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕβρις wanton violence fem nom sg …
5υβρίς — ίδος, ἡ, Α νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό τού τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον ίς] …
6Ὕβρει — Ὕβρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὕβρεϊ , Ὕβρις fem dat sg (epic) Ὕβρις fem dat sg (attic ionic) …
7ὕβρει — ὕβρις wanton violence fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὕβρεϊ , ὕβρις wanton violence fem dat sg (epic) ὕβρις wanton violence fem dat sg (attic epic ionic) …
8ХЮБРИС — • Ύβρις, было каждое оскорбление δι αι̉σχρουργίας, телесное насилие (напр., варварское обращение с рабами), διὰ πληγω̃ν, ударами, διὰ λόγων, бранью. Оба первые рода могли сделаться предметом γραφὴ ύβρεως. Наказание зависело от… …
9Ὕβρεις — Ὕβρις fem nom/voc pl (attic epic) Ὕβρις fem nom/acc pl (attic) …
10ὕβρεις — ὕβρις wanton violence fem nom/voc pl (attic epic) ὕβρις wanton violence fem nom/acc pl (attic epic) …