ὑ-σπέλεθος

  • 1σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …

    Dictionary of Greek

  • 2χοιροσπέλεθος — ὁ, ΜΑ κοπριά, περίττωμα χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σπέλεθος «κόπρος» (πρβλ. ὑ σπέλεθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… …

    Dictionary of Greek

  • 4πέλεθος — ὁ, Α βλ. σπέλεθος …

    Dictionary of Greek

  • 5πελλία — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 7σπέλληξι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπελέθοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπέλεθος] …

    Dictionary of Greek

  • 8σπύραθος — και πύραθος, ὁ, ἡ, Α στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ… …

    Dictionary of Greek

  • 9υσπέλεθος — και ὕσπελθος, ὁ, Α κοπριά χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + σπέλεθος «κόπρος»] …

    Dictionary of Greek

  • 10υσπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «συβωτῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + πολῶ (< πολος < πέλω* / πέλομαι), πρβλ. οἰο πολῶ. Η μορφή ὑσ τού α συνθετικού (αντί ὑ ή ὑο , πρβλ. ὑ φορβός / ὑο φορβός) είτε οφείλεται σε αναλογία προς την λ. ὑσπέλεθος* (< ὑ… …

    Dictionary of Greek