ὑᾰκίνθῐνος
1ὑακίνθινος — hyacinthine masc nom sg …
2υακίνθινος — η, ο / ὑακίνθινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο αρχ. (το ουδ.) ὑακίνθινον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …
3ὑακινθίνων — ὑακίνθινος hyacinthine fem gen pl ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen pl …
4ὑακίνθινον — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc sg ὑακίνθινος hyacinthine neut nom/voc/acc sg …
5ὑακινθίνη — ὑακίνθινος hyacinthine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ὑακινθίνην — ὑακίνθινος hyacinthine fem acc sg (attic epic ionic) …
7ὑακινθίνοις — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat pl …
8ὑακινθίνου — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen sg …
9ὑακινθίνους — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc pl …
10ὑακινθίνῃ — ὑακίνθινος hyacinthine fem dat sg (attic epic ionic) …