ὑός

  • 91ακοντιστύς — ἀκοντιστὺς ( ύος), η (Α) [ἀκοντίζω] το αγώνισμα τού ακοντισμού …

    Dictionary of Greek

  • 92αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση …

    Dictionary of Greek

  • 93αλητύς — ἀλητὺς ( ύος), η (Α) [ἀλῶ] ιωνικός τύπος αντί τού ἄλη, περιπλάνηση …

    Dictionary of Greek

  • 94αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …

    Dictionary of Greek

  • 95αμητύς — ἀμητὺς ( ύος), η (Α) [ἀμῶ] ο θεριζόμενος καρπός …

    Dictionary of Greek

  • 96αναγκόδακρυς — ἀναγκόδακρυς ( υος), υ (Α) αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + δακρυς < δάκρυ] …

    Dictionary of Greek

  • 97απφύς — ἀπφῡς ( ύος), ο (AM) θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα] …

    Dictionary of Greek

  • 98αχλυόπεζα — ἀχλυόπεζα, η (Α) (για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς ( ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 99αχνύς — ἀχνύς ( ύος), η (Α) το άχος* …

    Dictionary of Greek

  • 100βοητύς — ( ύος), η (Α) [βοώ] η βόησις* …

    Dictionary of Greek