ὑός

  • 81άδριμυς — ἄδριμυς ( υος), υ (Α) [δριμύς] 1. αυτός που δεν είναι δριμύς, οξύς 2. ο μη αυστηρός, ο επιεικής …

    Dictionary of Greek

  • 82άδρυς — ἄδρυς ( υος), υ (Α) [δρῡς] αυτός που δεν έχει δρυς και γενικότερα δέντρα, ο άδεντρος …

    Dictionary of Greek

  • 83άκικυς — ἄκικυς ( υος), ο, η (Α) [κῑκυς] αδύνατος, εξασθενημένος …

    Dictionary of Greek

  • 84άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 85άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… …

    Dictionary of Greek

  • 86ίτυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Πρόκνης και του Τηρέα. Σκοτώθηκε από τη μητέρα του και την αδελφή του, οι οποίες εκδικήθηκαν με αυτό τον τρόπο τον Τηρέα για τα αδικήματα που είχε διαπράξει εναντίον τους. Ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη… …

    Dictionary of Greek

  • 87αγιστύς — ἁγιστύς, ( ύος), η (Α) [ἁγίζω] εξαγνιστική τελετή …

    Dictionary of Greek

  • 88αγλαόβοτρυς — ἀγλαόβοτρυς ( υος), υ (Α) αυτός που έχει πολύ ωραία, έξοχα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + βότρυς] …

    Dictionary of Greek

  • 89αγλαόμητις — ἀγλαόμητις ( υος), ο, η (Α) αυτός που έχει μεγάλη σοφία, συνετός, σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μῆτις] …

    Dictionary of Greek

  • 90αγορητύς — ἀγορητὺς ( ύος), η (Α) [ἀγοράομαι] ρητορική δεινότητα, ευγλωττία, ευφράδεια λόγου …

    Dictionary of Greek