ὑός

  • 21τανυστύς — ύος, ἡ, Α τάνυσμα, τέντωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάνυμαι* «τεντώνομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. ἀκοντισ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 22τετρακτύς — ύος, η, ΝΑ (κατά τους Πυθαγορείους) το άθροισμα τών τεσσάρων πρώτων αριθμών (1 + 2 + 3 + 4), δηλαδή ο αριθμός 10, τον οποίο θεωρούσαν ως ρίζα και πηγή κάθε δημιουργίας και αποτελούσε μέγιστο ιερότατο όρκο νεοελλ. ο κύκλος τών τεσσάρων ελεύθερων… …

    Dictionary of Greek

  • 23τονθρύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) τονθορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. τονθρύζω, άλλου τ. τού τονθορύζω «μουρμουρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 24τρικτύς — ύος, ἡ, Α βλ. τριττύς …

    Dictionary of Greek

  • 25φελλόδρυς — υος, η, ΝΑ κοινή, σήμερα, ονομασία είδους δρυός τού οποίου η σύγχρονη επιστημονική ονομασία είναι Quercus suber, αλλ. φελλόδενδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + δρῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 26φημύς — ύος, ἡ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φήμη, κατά τα θηλ. σε ύς (πρβλ. ἀχλ ύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 27φραστύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκέψις, ἔννοια, βουλή, φράσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τύς (πρβλ. ὀρχησ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 28φόλυς — υος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί… …

    Dictionary of Greek

  • 29φόρυς — υος, ὁ, Α ο δακτύλιος τού πρωκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μεταρρηματ. παρ. τών φορύνω / φορύσσω, παρά για αρχ. τ. από όπου σχηματίστηκαν μετονοματικά τα ρ.] …

    Dictionary of Greek

  • 30φώλιχθυς — ύος, ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ιχθύων τής οικογενείας βλεννίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. νεολατ. pholichthys] …

    Dictionary of Greek