ὑός
121κάγχρυς — κάγχρυς, υος, ὁ (Α) βλ. κάχρυς …
122κάπυς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ασσάρακου και της Ιερομνήμης, κόρης του ποταμού Σιμόεντα. Ήταν πατέρας του Αγχίση και παππούς του Αινεία, επώνυμος της αρκαδικής πόλης Καφύαι και, σύμφωνα με ορισμένους, της ιταλικής Καπύης. 2. Τρώας,… …
123καλαμοϊχθύς — (Calamoichthys). Γένος πολυπτερύγων ψα ριών. Περιλαμβάνει ψάρια του γλυκού νερού με στενόμακρο σώμα, το οποίο καλύπτεται από χοντρά ρομβοειδή λέπια. Το ραχιαίο πτερύγιό του έχει μορφή σειράς αγκαθιών. Τα ψάρια αυτά είναι σαρκοφάγα, γι’ αυτό και… …
124καττύς — καττύς, ύος, ἡ (Α) τεμάχιο δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παρ. τού καττύω (βλ. λ. κασσύω)] …
125καχρυοφόρος — και καχρυφόρος ον (Α) αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, υος + φόρος (< φέρω)] …
126κιθαριστές — κιθαριστύς, ύος, ἡ (Α) [κιθαρίζω] ιων. τ. το κιθάρισμα, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα («ἐκλέλαθον κιθαριστύν», Ομ. Ιλ.) …
127κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] …
128κλέμμυς — ο (Α κλεμμύς, ύος, ἡ) νεοελλ. ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidae αρχ. χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός,… …