ὑός

  • 11πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] …

    Dictionary of Greek

  • 12πωρητύς — ύος, ἡ, Α δυστυχία, αθλιότητα («πωρητύς ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα τύς (πρβλ. πρακ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 13ρυστακτύς — ύος, ἡ, Α 1. βίαιη έλξη 2. κακή μεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα τύς (πρβλ. πλαγκ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 14σίκυς — υος, η και ο, ΝΑ νεοελλ. η καρπουζιά αρχ. 1. το αγγούρι, ο σίκυος 2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα (πρβλ. και σίκυος …

    Dictionary of Greek

  • 15σίσυς — υος, ὁ, ΜΑ 1. σισύρα 2. τραχύ, φτηνό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την λ. σισύρα*] …

    Dictionary of Greek

  • 16σκόλλυς — υος, ὁ, Α τρόπος κουρέματος κατά τον οποίο άφηναν μία τούφα μαλλιών στην κορυφή τής κεφαλής, κόννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. που συνδέεται με το ρ. σκολύπτω* (πρβλ. και στόλοκρος, σκόλυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 17σωφρονιστύς — ύος, ἡ, Α σωφρονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τύς (πρβλ. κιθαρισ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 18τάνυς — υος, ἡ, ΜΑ βλ. τάνη …

    Dictionary of Greek

  • 19τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] …

    Dictionary of Greek

  • 20τίφυς — υος, ὁ, Α 1. εφιάλτης 2. ως κύριο όν. ὁ Τίφυς ο κυβερνήτης τής Αργούς …

    Dictionary of Greek