ὑψηλαυχενία
1υψηλαυχενία — και εσφ. γρφ ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, ενος] 1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα 2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα 3. μτφ. περηφάνια, έπαρση …
1υψηλαυχενία — και εσφ. γρφ ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, ενος] 1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα 2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα 3. μτφ. περηφάνια, έπαρση …