ὑψί-πολις

  • 1υψίπολις — όλεως και όλιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολίτης ένδοξης πόλης 2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ πολις)] …

    Dictionary of Greek