ὑφορῶμαι

  • 1ὑφορῶμαι — ὑφοράω look at from below pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ὑφοράω look at from below pres ind mp 1st sg ὑφοράω look at from below pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ὑφοράω look at from below pres subj mid 1st sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 3αγγελοφορούμαι — ( έομαι) και ιέμαι βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + αφορούμαι παρά το ὑφορῶμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 4κακαφορούμαι — και κακοφορούμαι 1. έχω υποψίες, βάζω κακό με το μυαλό μου, υποψιάζομαι κάτι κακό 2. δυσφορώ, βαρυθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αρχ. ὑφορῶμαι «υποπτεύομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 5υφορώ — άω, Α [ὁρῶ] 1. ρίχνω κρυφά ή και ζηλόφθονα βλέμματα, προσβλέπω κάποιον ή κάτι με υποψία 2. μτφ. περιφρονώ 3. μέσ. ὑφορῶμαι, άομαι α) φοβάμαι κάποιον β) σέβομαι κάποιον …

    Dictionary of Greek