ὑφειμένος
1ὑφειμένος — ὑφίημι let down perf part mp masc nom sg …
2υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… …
3υφειμένως — Α επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. ως] …
4ՆՈՒԱՍՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0450 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. ὐφειμένος, ταπεινότατος infimus, inferior. Առաւել կամ յոյժ նուաստ. խոնարհագոյն. ստորնագոյն. վայրագոյն. ստորին. յետին. *Արարիչն բոլորեցուն եւ ո՛չ զնուաստագոյնն եւ զխոնարհն անտես առնել կարաց …