ὑσθλός
1υσθλός — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαλός, φλύαρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. ὕθλος*] …
2ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… …
3seu-1, seʷǝ- : sū- — seu 1, seʷǝ : sū English meaning: juice; liquid, *rain Deutsche Übersetzung: ‘saft, Feuchtes”; verbal: ‘saft ausdrũcken” and “regnen; rinnen”, in Weiterbildungen “(Saft) schlũrfen, saugen” Material: 1. Gk. ὕει “ it is raining “ …