ὑπ-εύθῡνος
1εύθυνος — εὔθυνος, ον (Α) 1. αυτός που τιμωρεί, ο δικαστής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔθυνοι (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που ασκούσαν τον έλεγχο τής διαχείρισης τών δημόσιων λειτουργών όταν έληγε η θητεία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύνω (< ευθύς). Η… …
2εὔθυνος — εὔθῡνος , εὔθυνος masc nom sg …
3υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …
4εὐθύνω — εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc nom/voc/acc dual εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc gen sg (doric aeolic) εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight aor subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres ind act 1st sg… …
5ευθυντής — εὐθυντής, ὁ (Α) [ευθύνω] εύθυνος …
6ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …
7ՊԱՏՈՒՀԱՍԻՉ — (սչի, չաց.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. εὕθυνος qui rationes et poenas exigit, censor. Որ համար պահանջէ, եւ պատուհասէ. ... *Յաղագս պատուհասչաց: Պատուհասիչ ոմն: Զպատուհասիչս ոմանս: պարտ է ամենայն պատուհասչաց՝ սքանչելիս ըստ …
8εὐθύνοις — εὐθύ̱νοις , εὔθυνος masc dat pl εὐθύ̱νοις , εὐθύνω guide straight pres opt act 2nd sg …
9εὐθύνου — εὐθύ̱νου , εὔθυνος masc gen sg εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …
10εὐθύνους — εὐθύ̱νους , εὔθυνος masc acc pl …
- 1
- 2