ὑπ-)όρυξις
11Oryx (ancient city) — For other uses, see Oryx (disambiguation). Oryx (Όρυξ) or Oryxis (Ὄρυξις) was an ancient city in Arcadia. Oryx was mentioned by Pausanias which he passed into the aras. Located between the Skiathis (Σκίαθης) mountains and the banks of Ladon. It… …
12ομματωρυξία — ὀμματωρυξία, ἡ (Α) η τύφλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + ὄρυξις (< ὀρύσσω). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …
13ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …
14όρυξη — η (Α ὄρυξις) [ορύσσω] η ενέργεια τού ορύσσω, εξόρυξη, εκσκαφή, σκάψιμο («καὶ τάφρων ὀρύξεις καὶ τειχῶν οἰκοδομίας», Πλούτ.) …
15Σάϊτάς — Βουνό (υψόμ. 1.814 μ.) της Πελοποννήσου στα όρια των νομών Αχαΐας, Κορινθίας και Αρκαδίας, νότια προέκταση του Χελμού. Ταυτίζεται με το αρχαίο όρος Όρυξις …
16Ὀρύξεως — Ὀρύξεω̆ς , Ὄρυξις fem gen sg (attic) …
17ὀρύξεως — ὀρύξεω̆ς , ὄρυξις rootling fem gen sg (attic) …
18Ὀρύξῃ — Ὀρύξηι , Ὄρυξις fem dat sg (epic) …
19ὀρύξῃ — ὀρύξηι , ὄρυξις rootling fem dat sg (epic) ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig aor subj mid 2nd sg ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig aor subj act 3rd sg ὀρύ̱ξῃ , ὀρύσσω dig fut ind mid 2nd sg …
20Ὄρυξ' — Ὄρυξι , Ὄρυξις fem voc sg …