ὑπόπτᾱς
1ὑπόπτας — ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc acc pl ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc nom sg (epic doric aeolic) ὑ̱πόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg ὑπόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
2υπόπτης — και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α 1. φιλύποπτος 2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ όπτης] …