ὑπόμαργος
1υπόμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάργος «τρελός, μανιακός»] …
2ὑπομαργότερον — ὑπόμαργος somewhat mad adverbial comp ὑπόμαργος somewhat mad masc acc comp sg ὑπόμαργος somewhat mad neut nom/voc/acc comp sg …
3ὑπομαργότερος — ὑπόμαργος somewhat mad masc nom comp sg …