ὑπόκωφος
1ὑπόκωφος — somewhat deaf masc/fem nom sg …
2υπόκωφος — η, ο / ὑπόκωφος, ον, ΝΜΑ [κωφός] (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς μσν. αρχ. ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) αρχ. παράλογος, ασυνάρτητος. επίρρ... ὑπόκωφα Ν …
3υπόκωφος — η, ο επίρρ. α (για ήχο), αυτός που σαν να έρχεται από βαθιά, ο μόλις ακουστός, ο βαθύς, ο κούφιος: Στο σεισμό ακούεται υπόκωφος θόρυβος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὑπόκωφον — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem acc sg ὑπόκωφος somewhat deaf neut nom/voc/acc sg …
5ὑποκωφότερος — ὑπόκωφος somewhat deaf masc nom comp sg …
6ὑποκώφοις — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem/neut dat pl …
7ὑποκώφους — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem acc pl …
8ὑποκώφῳ — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem/neut dat sg …
9ὑπόκωφοι — ὑπόκωφος somewhat deaf masc/fem nom/voc pl …
10αλίδουπος — ἁλίδουπος, ον και ἁλίγδουπος (Α) 1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός] …