ὑπὸ τῶν ὄχλων

  • 1λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * …

    Dictionary of Greek