ὑπέρ-πλεως

  • 1ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …

    Dictionary of Greek

  • 2υπέρπλεως — ων / ὑπέρπλεως, ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, ον, Ν (λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον το περίσσευμα αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] …

    Dictionary of Greek