ὑπέρχῠσις
1ὑπέρχυσις — overflow fem nom sg …
2ὑπερχύσεις — ὑπέρχυσις overflow fem nom/voc pl (attic epic) ὑπέρχυσις overflow fem nom/acc pl (attic) …
3ὑπερχύσεσι — ὑπέρχυσις overflow fem dat pl …
4ὑπέρχυσιν — ὑπέρχυσις overflow fem acc sg …
5υπέρχυση — η / ὑπέρχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑπερχέω] υπερχείλιση, ξεχείλισμα («ὑπέρχυσις ὑγρῶν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη δωρεά («ὑπέρχυσις ἀγαθότητος», Γρηγ. Ναζ.) …
6ὑπερχύσεων — ὑπερχύσεω̆ν , ὑπέρχυσις overflow fem gen pl …
7ὑπερχύσεως — ὑπερχύσεω̆ς , ὑπέρχυσις overflow fem gen sg (attic) …