ὑπέρφρων
1ὑπέρφρων — haughty masc/fem nom/voc sg …
2υπέρφρων — ον, Α 1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.) 2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον γενναιοφροσύνη 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα πολύ υπερήφανα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
3ὑπερφρόνων — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen pl …
4ὑπέρφρον — ὑπέρφρων haughty masc/fem voc sg …
5ὑπέρφρονα — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc sg …
6ὑπέρφρονας — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc pl …
7ὑπέρφρονες — ὑπέρφρων haughty masc/fem nom/voc pl …
8ὑπέρφρονι — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat sg …
9ὑπέρφρονος — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen sg …
10ὑπέρφροσιν — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2