ὑπέροχος
1Ὑπέροχος — masc nom sg …
2ὑπέροχος — prominent masc/fem nom sg …
3υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… …
4υπέροχος — η, ο επίρρ. α αυτός που υπερέχει, έξοχος, εξαίσιος, εξαιρετικός: Υπέροχο θέαμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑπεροχώτατον — ὑπέροχος prominent masc acc superl sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc superl sg …
6ὑπείροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg (epic ionic) ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …
7ὑπέροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg …
8ὑπειρόχου — ὑπέροχος prominent masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …
9ὑπειρόχους — ὑπέροχος prominent masc/fem acc pl (epic ionic) …
10ὑπεροχωτάτους — ὑπέροχος prominent masc acc superl pl …