ὑπέροχος
61Σλουτσέφσκι, Κονσταντίν Κονσταντίνοβιτς — Ρώσος ποιητής (Πετρούπολη 1837 1904). Ήταν οπαδός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη». Κυκλοφόρησε ανάμεσα στα 1880 και 1890 τέσσερις συλλογές από τις οποίες η τελευταία Τραγούδια από μια γωνίτσα είναι ένας υπέροχος ύμνος για τη ζωή και την… …
62Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη …
63ԳԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0544 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ὐπερκείμενος, προέχων, ὐπέροχος superjacens, supremus, eminens, praestans, praestantissimus Որ կայ գեր ʼի վեր. կայանիւք կամ աստիճանաւ բարձր. ծայրագոյն …
64ԳԵՐՈՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0549 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ա. ὐπέροχος, ὐπεροχικός eminens, praestans Գերակայ. գերագոյն. գերազանց. *Մեծութեամբ քան զամենայն գերունակ: Աներեւոյթ գոլ վասն գերունակին երեւութի (այսինքն գերագոյն պայծառութեան).… …
65εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66εξαίσιος — α, ο επίρρ. α 1. έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός, θαυμάσιος: Εξαίσιο κρασί. 2. θελκτικός, γοητευτικός: Εξαίσια γυναίκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67θεσπέσιος — α, ο επίρρ. α υπέροχος, θαυμάσιος: Θεσπέσια μουσική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68ολύμπιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί. 2. ολύμπιος, ο επίθ. του θεού Δία. 3. μτφ., ο όλος μεγαλείο, δοξασμένος, υπέροχος, επιβλητικός, ατάραχος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70ψηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. υψηλόσωμος. 2. σε ήχους, οξύς. 3. υπέροχος, εξαίρετος, ανώτερος, βασιλικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)