ὑπέροχος

  • 51τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 52υπείροχος — ον, Α ιων. τ. βλ. υπέροχος …

    Dictionary of Greek

  • 53υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …

    Dictionary of Greek

  • 54υπερφερής — ές, ΜΑ 1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους 2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ. β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους… …

    Dictionary of Greek

  • 55υπερόχως — Ν (λόγιος τ.) βλ. υπέροχος …

    Dictionary of Greek

  • 56υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …

    Dictionary of Greek

  • 57Αινιάνες — Ένα από τα φύλα της αρχαίας Ελλάδας. Πρωτοεμφανίζονται την εποχή του Τρωικού πολέμου ως Ενιήνες, στο πλευρό των Ελλήνων με 22 πλοία και με αρχηγό τον Γουνέα. Στην αρχή έμεναν κοντά στην αρχαία Δωδώνη, αλλά κατά την επιδρομή των Θεσσαλών και την… …

    Dictionary of Greek

  • 58Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …

    Dictionary of Greek

  • 59Δημώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σίβυλλα της Κύμης, που διαδέχτηκε την πρώτη σίβυλλα, Ηροφίλη. Ο Κυμαίος συγγραφέας Υπέροχος έγραψε σύγγραμμα γι’ αυτήν και τους χρησμούς της, που όμως δεν διασώθηκε. 2. Κόρη της Μετανείρας και του Κελεού, που… …

    Dictionary of Greek

  • 60Κόνελι, Τζένιφερ — (Jennifer Connelly, Νέα Υόρκη 1970 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Σε ηλικία 12 ετών εμφανίστηκε στην ταινία του Σέρτζιο Λεόνε Κάποτε στην Αμερική και αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο, ενώ παράλληλα σπούδαζε υποκριτική στο Γέιλ. Έχει συμμετάσχει σε… …

    Dictionary of Greek