ὑπέροχος

  • 41θεϊκός — ή, ό (AM θεϊκός, ή, όν) [θεός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή προέρχεται από τον θεό, θείος («θεϊκή οργή») νεοελλ. θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίρετος. επίρρ... θεϊκώς και ά (Α θεϊκῶς) με θεϊκό τρόπο, υπέροχα, θεσπέσια νεοελλ. (ειδ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 42λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …

    Dictionary of Greek

  • 43μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 44μούρλα — και μούρλια, η 1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία 2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια 3. (στον τ. μούρλια) α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια») β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ …

    Dictionary of Greek

  • 45ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 46πανυπείροχος — ον, Α αυτός που υπερέχει όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος] …

    Dictionary of Greek

  • 47παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …

    Dictionary of Greek

  • 48περίαλλος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον». (II) ον, Α 1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον 2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα προπάντων, κατ εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * …

    Dictionary of Greek

  • 49περίοχος — ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α [περιέχω] 1. υπέροχος 2. υπέρτερος …

    Dictionary of Greek

  • 50συνάφραστος — ον, Μ ο εξίσου απερίγραπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄφραστος «υπέροχος, απερίγραπτος»] …

    Dictionary of Greek