ὑπέροχος

  • 21ὑπείροχος — ὑπέροχος prominent masc/fem nom sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22ὑπέροχα — ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23Ὑπέροχον — Ὑπέροχος masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ὑπεροχωτέρας — ὑπεροχωτέρᾱς , ὑπέροχος prominent fem acc comp pl ὑπεροχωτέρᾱς , ὑπέροχος prominent fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 25άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …

    Dictionary of Greek

  • 26άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …

    Dictionary of Greek

  • 27άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …

    Dictionary of Greek

  • 28άφραστος — η, ο (AM ἄφραστος, ον) [φράζω] υπέροχος, ανέκφραστος, απερίγραπτος αρχ. 1. αναρίθμητος 2. αόρατος 3. ανόητος …

    Dictionary of Greek

  • 29έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… …

    Dictionary of Greek

  • 30αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …

    Dictionary of Greek