ὑπέροπλος
1ὑπέροπλος — insolent masc/fem nom sg …
2υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ …
3ὑπέροπλον — ὑπέροπλος insolent masc/fem acc sg ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc sg …
4ὑπεροπλότεροι — ὑπέροπλος insolent masc nom/voc comp pl …
5ὑπερόπλου — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen sg …
6ὑπερόπλων — ὑπέροπλος insolent masc/fem/neut gen pl …
7ὑπέροπλα — ὑπέροπλος insolent neut nom/voc/acc pl …
8ὑπέροπλοι — ὑπέροπλος insolent masc/fem nom/voc pl …
9υπεροπλήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) ὑπέροπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού ὑπέροπλος, κατά τα επίθ. σε εις (βλ. λ. όεις), πρβλ. πολεμήεις. Το επίθ. απαντά μόνο στον τ. τού υπερθ. βαθμού ὑπεροπληέστατος] …
10υπερυπέροπλος — ον, Μ ὑπέροπλος* σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπέροπλος] …
- 1
- 2