ὑπέκ
1ὑπέκ — out from under poetic indeclform (prep) …
2υπέκ — και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α (ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.) 1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.) 2. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ] …
3ὑπέξ — ὑπέκ out from under poetic indeclform (prep) …
4υπεξαείρω — Α ανυψώνω, σηκώνω («ὑπὲκ ποδὸς ἴχνος ἀεῑραι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαείρω, ιων. τ. τού ἐξαίρω] …
5υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …