ὑπάρχω
1υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …
2υπάρχω — υπάρχω, υπήρξα βλ. πίν. 223 Σημειώσεις: υπάρχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως επίθετο (υπάρχων, ουσα, ον → αυτός που υπάρχει, ισχύει τώρα, στην τωρινή εποχή) …
3ὑπάρχω — ὕπαρχος subordinate commander masc nom/voc/acc dual ὕπαρχος subordinate commander masc gen sg (doric aeolic) ὑπάρχω begin pres subj act 1st sg ὑπάρχω begin pres ind act 1st sg …
4υπαρχώ — έω, Α [ὕπαρχος] είμαι ύπαρχος …
5υπάρχω — υπήρξα, έχω υπάρξει 1. έχω ύπαρξη, ζω, υφίσταμαι: Υπάρχει Θεός. 2. είμαι, βρίσκομαι: Δεν υπάρχει στη ζωή η γιαγιά του. 3. ο πληθ. ουδ. μτχ., υπάρχοντα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ὑπάρχῳ — ὕπαρχος subordinate commander masc dat sg …
7ὑπηργμένα — ὑπάρχω begin perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8ὑπάρξαι — ὑπάρχω begin perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ὑπάρχω begin aor inf act ὑπάρξαῑ , ὑπάρχω begin aor opt act 3rd sg …
9ὑπάρξατε — ὑπάρχω begin aor imperat act 2nd pl ὑπά̱ρξατε , ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10ὑπάρξουσι — ὑπάρχω begin aor subj act 3rd pl (epic) ὑπάρχω begin fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπάρχω begin fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …