ὑπάγγελος
1ὑπάγγελος — summoned by a messenger masc/fem nom sg …
2υπάγγελος — ον, Α αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγγελος] …
3υπαγγελεύς — έως, ὁ, Α αυτός που αναγγέλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπάγγελος + επίθημα εύς] …