ὑπό-νοια

  • 1πρωτόνοια — ἡ, Μ η πρώτη σκέψη, ο πρώτος στοχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. υπό νοια] …

    Dictionary of Greek