ὑπόφᾰσις
1ὑπόφασις — a being half seen fem nom sg …
2ὑποφάσεις — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόφασις a being half seen fem nom/acc pl (attic) …
3ὑποφάσιας — ὑπόφασις a being half seen fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
4ὑποφάσιες — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
5ὑποφάσιος — ὑπόφασις a being half seen fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6ὑπόφασιν — ὑπόφασις a being half seen fem acc sg …
7υπόφαση — η / ὑπόφασις, άσεως, ΝΑ [ὑποφαίνω] νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών, με μισόκλειστα βλέφαρα ώστε να φαίνεται μέρος μόνο τού βολβού αρχ. 1. το να είναι τα μάτια μισάνοιχτα κατά τη διάρκεια τού ύπνου, το να λαγοκοιμάται κανείς 2. το… …