ὑπότροπος αὖτις

  • 1υπότροπος — η, ο / ὑπότροπος, ον, ΝΜΑ [ὑποτρέπομαι] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή νεοελλ. 1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ… …

    Dictionary of Greek