ὑπότροπος
1ὑπότροπος — turning back masc/fem nom sg …
2υπότροπος — η, ο / ὑπότροπος, ον, ΝΜΑ [ὑποτρέπομαι] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή νεοελλ. 1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ… …
3υπότροπος — η, ο αυτός που πέφτει σε υποτροπή (βλ. λ.): Τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί είναι υπότροπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὑπότροπον — ὑπότροπος turning back masc/fem acc sg ὑπότροπος turning back neut nom/voc/acc sg …
5ὑπότροπα — ὑπότροπος turning back neut nom/voc/acc pl …
6ὑπότροποι — ὑπότροπος turning back masc/fem nom/voc pl …
7μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …
8προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …
9υποτροπάζω — Α [ὑπότροπος] (το μέσ.) υποτροπάζομαι α) επιστρέφω («πάλιν ύπετροπάσθην μῆνας τέσσαρας», πάπ.) β) (για ασθένεια) υποτροπιάζω …