ὑπόπτης

  • 1ὑπόπτης — suspicious masc nom sg ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (doric) ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg ὑποπτάω roast a… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2υπόπτης — και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α 1. φιλύποπτος 2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ όπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 3ὑπόπται — ὑπόπτης suspicious masc nom/voc pl ὑπόπτᾱͅ , ὑπόπτης suspicious masc dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ὑπόπτην — ὑπόπτης suspicious masc acc sg (attic epic ionic) ὑ̱πόπτην , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ὑ̱πόπτην , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 1st sg ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ὑπόπταν — ὑπόπτᾱν , ὑπόπτης suspicious masc acc sg (epic doric aeolic) ὑπόπτης suspicious masc acc sg ὑ̱πόπτᾱν , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱πόπτᾱν , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6ὑπόπτας — ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc acc pl ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc nom sg (epic doric aeolic) ὑ̱πόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg ὑπόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7καχύποπτης — καχύποπτης, ὁ (Μ) ο καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + ὑπόπτης «φιλύποπτος»] …

    Dictionary of Greek

  • 8υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 9ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει …

    Dictionary of Greek

  • 10λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… …

    Dictionary of Greek