ὑπόμνυμι

  • 1υπόμνυμι — Α 1. επιβεβαιώνω με όρκο 2. μέσ. ὑπόμνυμαι α) (ως αττ. νομ. όρος) δίνω όρκο για μένα ή και για άλλο πρόσωπο ότι ένα σοβαρό κώλυμα μάς εμποδίζει να παραστούμε στο δικαστήριο και υποβάλλω αίτηση για αναβολή τής δίκης β) (σε συνέλευση) παρεμποδίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 2ανθυπόμνυμι — ἀνθυπόμνυμι (Α) [υπόμνυμι] βεβαιώνω με όρκο το αντίθετο …

    Dictionary of Greek

  • 3ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …

    Dictionary of Greek